αίστημα
Смотреть что такое "αίστημα" в других словарях:
αιστάνομαι — αίστημα, αίστηση, κ.λπ. βλ. αισθάνομαι*, αίσθημα*, αίσθηση* κ.λπ … Dictionary of Greek
αίσθημα — αίσθημα, το και αίστημα, το 1. το ψυχικό γεγονός που δημιουργείται με τις αισθήσεις: Ο άνθρωπος έχει αισθήματα οπτικά, ακουστικά, απτικά, οσφρητικά, γευστικά. 2. το συναίσθημα γενικά: Την παντρεύτηκε από αίσθημα. – Είναι παιδί με αισθήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)